βαθομέτρηση

βαθομέτρηση
η
η μέτρηση του βάθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάθος + -μέτρηση (-ις). Ο τ. βαθομέτρησις μαρτυρείται το 1891 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους: Η βαθομέτρηση των παραλιών είναι απαραίτητη για την προστασία των κολυμβητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • βαθομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθομέτρηση …   Dictionary of Greek

  • βαθομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βαθομέτρηση ή έχει σχέση μ’ αυτήν: Στους βαθομετρικούς χάρτες σημειώνονται τα βάθη των θαλασσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”